Πολύς λόγος έχει γίνει τον τελευταίο καιρό για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ακόμα μεγαλύτερος για την ελάφρυνση του χρέους. Πώς έφτασε η Ελλάδα σε αυτό το σημείο της διαπραγμάτευσης, ποιος ο ρόλος του κ. Βαρουφάκη και της “περήφανης στάσης” του; Τί πέτυχαν οι διάδοχοι του και είναι διακριτή η θέση της ευρωζώνης – ως ο μεγαλύτερος δανειστής- σε σχέση με αυτή του ΔΝΤ;
Ακολουθεί το δημοσίευμα “Οι ιδέες Βαρουφάκη και η περήφανη διαπραγμάτευση” από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής:
Στις αρχές του 2014, υπήρχε στην κυβέρνηση Σαμαρά η προσδοκία ότι η οικονομία έμπαινε σε τροχιά ανάκαμψης – διαδικασία που θα επιταχυνόταν αν οι Ευρωπαίοι προχωρούσαν σε ελάφρυνση του χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας. Η Ελλάδα, άλλωστε, ξεπερνώντας τους στόχους του προγράμματος, είχε πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από το 2013.
Εν τω μεταξύ, ο νέος κυβερνητικός εταίρος της Μέρκελ, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013, ήταν το κεντροαριστερό SPD – ένα κόμμα λιγότερο εχθρικό προς το ελληνικό αίτημα για νέα ελάφρυνση του χρέους απ’ ό,τι το φιλελεύθερο FDP.
Ωστόσο, κορυφαία στελέχη του ΔΝΤ έβλεπαν με απογοήτευση ότι η ελληνική πλευρά δεν πίεζε σε αυτήν την κατεύθυνση, ενώ όταν το Ταμείο το έθετε επίμονα, η ελληνική αντίδραση ήταν αρνητική. «Οι Ελληνες ενδιαφέρονταν πιο πολύ για το κλείσιμο των αξιολογήσεων και τις δόσεις παρά για το χρέος» λέει στην «Κ» άτομο με άμεση γνώση των διαβουλεύσεων εκείνης της περιόδου.
«Το ίδιο συμβαίνει και τώρα». Ακόμα πιο παράδοξο, για τα στελέχη του Ταμείου, ήταν ότι η Αθήνα έμοιαζε να υιοθετεί την ανάλυση του Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, σύμφωνα με την οποία το ελληνικό χρέος είχε καταστεί βιώσιμο μετά το PSI και δεν χρειαζόταν περαιτέρω παρεμβάσεις.
Ο Αντώνης Σαμαράς έθεσε το ζήτημα του χρέους στην καγκελάριο την άνοιξη του 2014. Της μίλησε για θέμα αρχής, δεδομένων των δεσμεύσεων του Νοεμβρίου του 2012, και για ευκαιρία για το Βερολίνο να χαιρετίσει την επιτυχή στροφή της Ελλάδας, βάσει μιας εν πολλοίς γερμανικής συνταγής. Η Μέρκελ, εν αναμονή ευρωεκλογών, παρέπεμψε το θέμα στο μέλλον.
Η συνέχεια είναι γνωστή: η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές έστρεψε το ενδιαφέρον των δανειστών προς τη διαπραγμάτευση που ερχόταν με τον Αλέξη Τσίπρα. Η μεταρρυθμιστική κόπωση που επέδειξε η κυβέρνηση Σαμαρά από το καλοκαίρι και μετά αποτέλεσε μία ευπρόσδεκτη δικαιολογία για τη μη ολοκλήρωση της πέμπτης αξιολόγησης. Με την ήττα της Ν.Δ. στις βουλευτικές εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, οι προσδοκίες του τότε πρωθυπουργού για χαμηλότερο στόχο για το πλεόνασμα (3,5% του ΑΕΠ από το 2016 αντί για 4,5%) στο πλαίσιο της προληπτικής γραμμής στήριξης και της επανόδου της χώρας στις αγορές έπεσαν στο κενό.
Ο «παράγων» Τσίπρας
Ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά είχε θέσει το χρέος στο επίκεντρο της ρητορικής του. Στην ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 2014 στη ΔΕΘ, όπου παρουσίασε το αλήστου μνήμης «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ο Τσίπρας είχε μιλήσει για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο». Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, είχε διακριθεί ως οικονομικός αναλυτής υπογραμμίζοντας την αδυναμία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Στις πρώτες του επαφές ως υπουργός με ομολόγους του στην Ευρωζώνη και με τα διεθνή ΜΜΕ, ο Βαρουφάκης τόνιζε ότι η Αθήνα δεν επιθυμεί να λάβει την τελευταία δόση του δεύτερου προγράμματος, αλλά μία ριζική επαναδιαπραγμάτευση, που θα περιλάμβανε προβλέψεις για σημαντική απομείωση των δανειακών βαρών της χώρας.
Οπως έγραψε πρόσφατα ο Βαρουφάκης (στο Spiegel), στην πρώτη του συνάντηση στις αρχές Φεβρουαρίου με τον Πόουλ Τόμσεν, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου του είπε ότι ήταν «κατ’ ελάχιστον υπέρ της διαγραφής των 54 δισ. ευρώ» (δάνεια από το πρώτο πρόγραμμα), υπό τον όρο να προχωρούσαν σοβαρές μεταρρυθμίσεις.
Η «περήφανη διαπραγμάτευση» που ακολούθησε απομόνωσε την Ελλάδα στο Eurogroup και δεν επέτρεψε να συζητηθούν περαιτέρω τέτοιες ιδέες. Τον Ιούλιο, στη συμφωνία για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα, με τη μελλοντική εικόνα του χρέους να έχει επιδεινωθεί θεαματικά σε σύγκριση με την αρχή του έτους, οι χώρες της Ευρωζώνης δεσμεύτηκαν εκ νέου για τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης.
Ο όρος και ο στόχος
Ως όρος για την έναρξη της σχετικής συζήτησης τέθηκε η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Ο μεσοπρόθεσμος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα στο νέο πρόγραμμα, σε ένα ακόμα δειλό και ανεπαρκές βήμα προς τον ρεαλισμό, μειώθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ (από το 2018 και μετά). Το ΔΝΤ, ως χρηματοδότης, παρέμεινε προσωρινά εκτός του προγράμματος, αναμένοντας μία ουσιαστική ρύθμιση του ελληνικού χρέους για να συμμετάσχει.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το Ταμείο, η πλήρης ένταξη του οποίου στο πρόγραμμα ακόμα εκκρεμεί, έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της περαιτέρω μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1,5% του ΑΕΠ.
Πρόκειται για θέση που συνεπάγεται γενναία ελάφρυνση του χρέους, πέραν των μέτρων που είναι διατεθειμένοι να εξετάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – και ιδιαίτερα στο Βερολίνο.
Η ελληνική πλευρά, αντί να συμπαραταχθεί με αυτή τη γραμμή, έχει υιοθετήσει την ευρωπαϊκή –φιλόδοξη– θέση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και έχει επιτεθεί με κάθε ευκαιρία στο ΔΝΤ.
Προτεραιότητα –για μία ακόμα φορά– είναι η δόση. Με τη λογική αυτή του «τοξικομανούς» (όπως θα το έθετε ο κ. Βαρουφάκης), το πρόβλημα του χρέους παρατείνεται και η οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα δημοσιονομικό περιβάλλον που δεν επιτρέπει να ριζώσει η ανάκαμψη.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει πλέον κατανοήσει ότι στο θέμα του χρέους τον τελευταίο λόγο τον έχει η Ευρωζώνη, ως ο μεγαλύτερος δανειστής της χώρας, που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό και το εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ. Οπότε, το πιθανότερο είναι να γίνει αυτό που θα αποφασίσει το Eurogroup.
Το ανησυχητικό είναι ότι η ιστορία του χρέους δείχνει να επαναλαμβάνεται: Οπως τον Νοέμβριο του 2012, η Ευρωζώνη σήμερα –εν όψει ξανά γερμανικών εκλογών (τον Σεπτέμβριο του 2017)– δεν θέλει να κάνει τίποτα περισσότερο από το να αναλάβει μία δέσμευση για νέα μέτρα. Το ΔΝΤ βρίσκεται ξανά στην αντίπερα όχθη. Όσο, όμως, κι αν πιέζει να δοθεί οριστική λύση πριν από το φετινό Σεπτέμβριο και την έναρξη της δεύτερης αξιολόγησης, οι προοπτικές για κάτι τέτοιο σήμερα δεν δείχνουν ευοίωνες…