Γράφει ο Ceteris Paribus
Το 2017 ανατέλλει με την υπόσχεση -και… απειλή ταυτόχρονα- ότι θα είναι έτος καμπής και μεγάλων ανατροπών. Οι εκκρεμότητες που άφησε το 2016 είναι πολλές και σημαντικές. Ωστόσο, το 2017 δεν θα είναι απλώς μια επεισοδιακή συνέχειά του, αλλά πιθανότατα το παράθυρο σε έναν διαφορετικό κόσμο.
Ο κατάλογος με τα κρίσιμα ζητήματα που θα διαμορφώσουν τις εξελίξεις διεθνώς είναι μακρύς, σχεδόν… ατελείωτος. Θα επιλέξουμε λοιπόν να αναφερθούμε σε εκείνα τα ζητήματα που κατά τη γνώμη μας θα έχουν την πλέον καθοριστική σημασία.
1. Ποιες θα είναι οι συνέπειες της πολιτικής αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων και ισχυρού δολαρίου;
Η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, η FED, αποφάσισε να μπει στον κύκλο της αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις. Ανέβαλε τη στιγμή μέχρι να ενσκήψει ο… τυφώνας Τραμπ. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει υποσχεθεί την υλοποίηση προγράμματος κατασκευής και εκσυγχρονισμού υποδομών ύψους 1 τρισ. δολαρίων.
Η αναμενόμενη ώθηση στον πληθωρισμό από μια τόσο σημαντική δημόσια και ιδιωτική δαπάνη και η ώθηση στους ρυθμούς ανάπτυξης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αμερικανική οικονομία έχει προσεγγίσει ουσιαστικά την πλήρη απασχόληση, κάνουν υποχρεωτική πλέον μια τέτοια αλλαγή επιτοκιακής πολιτικής από τη FED.
Αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή σε σχέση με την περίοδο των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων που «εξευτέλισε» την αξία του χρήματος, και οι συνέπειες αναμένονται πολυσήμαντες.
Πρώτα απ’ όλα, η πείρα των τελευταίων δεκαετιών έχει δείξει ότι σε όλες τις περιπτώσεις η μετάπτωση από μια πολιτική σταθερά χαμηλών επιτοκίων του δολαρίου σε μια πολιτική αύξησής τους έχει συνέπεια πάντα μια λιγότερο ή περισσότερο έντονη αναταραχή στις χρηματιστηριακές αγορές. Ο προφανής αντίλογος σε αυτό είναι ότι οι χρηματιστηριακές αγορές χαιρέτισαν τη νίκη του Τραμπ με νέα ιστορικά υψηλά, χωρίς να πτοηθούν από την πρώτη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων το Δεκέμβριο.
Αυτό είναι σωστό γενικά, αλλά όχι απόλυτα: η άνοδος αφορούσε κυρίως τα χρηματιστήρια μετοχών στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Οι κινεζικοί ιδιαίτερα δείκτες αλλά και οι δείκτες των Αναδυόμενων αγορών γενικά δεν έδειξαν κανένα ενθουσιασμό, καθώς παρατηρήθηκε εκροή κεφαλαίων από τις Αναδυόμενες στις ΗΠΑ, ενώ στις αγορές ομολόγων η εικόνα ήταν εντελώς αντίστροφη: ξεπούλημα και κατακόρυφη αύξηση των αποδόσεων, δηλαδή μείωση τιμών.
Το άμεσο μεγάλο ρίσκο, λοιπόν, της νέας πολιτικής της FED είναι διπλό: Μια νέα αναταραχή στις Αναδυόμενες αγορές και ξεπούλημα σε συνδυασμό με μεγάλη πτώση τιμών στις αγορές ομολόγων, που σε δεύτερο χρόνο μπορούν να επιστρέψουν από την περιφέρεια του παγκόσμιου συστήματος στο κέντρο κι απ’ τα ομόλογα στις μετοχές.
Τέλος, το ισχυρό δολάριο, απόρροια των αυξημένων επιτοκίων και της επιστροφής κεφαλαίων στις ΗΠΑ, θα δημιουργήσει προβλήματα στις αμερικανικές εξαγωγές, γεγονός που θα κάνει ακόμη πιο πιθανή μια υπεραντίδραση του νέου Αμερικανού προέδρου με μέτρα εμπορικού προστατευτισμού. Η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων είναι ισχυρά πιθανό να δώσει έτσι αποφασιστική ώθηση και στις πολιτικές προστατευτισμού, ανοίγοντας έναν κύκλο νομισματικών και εμπορικών πολέμων.
2. Ποια Ευρώπη θα αφήσουν πίσω τους οι πολιτικές ανατροπές του 2017;
Ήδη στα τέλη του 2016 ένα δημοψήφισμα σχεδιασμένο σε ανύποπτο χρόνο ανέτρεψε τον Ρέντσι από την πρωθυπουργία και δρομολόγησε εκλογές στην Ιταλία μέσα στο 2017. Στις εκλογές αυτές, σύμπασα η ιταλική αντιπολίτευση θα κατέλθει με διάφορες εκδοχές προγραμμάτων ευρωσκεπτικισμού και ιταλικού προστατευτισμού.
Στις ολλανδικές εκλογές το Μάρτιο αναμένεται ο πολιτικός άξονας να μετατοπιστεί επίσης στην κατεύθυνση του ευρωσκεπτικισμού ή μάλλον στην κατεύθυνση της επανεθνικοποίησης πολιτικών και όχι στην κατεύθυνση εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στις γαλλικές εκλογές στα τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου το σύνολο των δημοσκόπων και η πλειονότητα των αναλυτών προβλέπει νίκη του Φιγιόν στο δεύτερο γύρο απέναντι στη Μαρίν Λεπέν, αλλά οι προβλέψεις αυτές είναι πλέον εντελώς αναξιόπιστες.
Ακόμη όμως και να χάσει η Λεπέν, η νίκη Φιγιόν θα συνιστά μια μεγάλη πολιτική μεταβολή. Μπορεί η πολιτική του σημαία να μην είναι η επιστροφή στο φράγκο και η Ευρώπη των ανεξάρτητων εθνών κρατών, όπως της Λεπέν, αλλά ομνύει στη «θατσερική επανάσταση» και στις ευρωπαϊκές πολιτικές σκληρής λιτότητας και πειθάρχησης των χωρών του Νότου με συνταγές τύπου Σόιμπλε.
Τέλος, στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου αναμένεται επίσης η μετατόπιση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά: Η Μέρκελ δεν θα χάσει την εκλογή, αλλά η άνοδος του ξενοφοβικού AfD και η επάνοδος των Ελεύθερων Δημοκρατών θα οδηγήσουν σε κατάρρευση το μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες και θα αυξήσουν την πολιτική πίεση από πιο ξενοφοβικές και γερμανοκεντρικές θέσεις.
Πόσο ρηξικέλευθο θα είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα τέτοιων πολιτικών ανατροπών, είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Σίγουρα όμως θα είναι σημαντικό και θα αφήσει πίσω του μια «άλλη Ευρώπη». Οι δυνάμεις της εμβάθυνσης της ενοποίησης θα αποδυναμωθούν, οι Σοσιαλδημοκράτες και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επίσης, ενώ οι πολιτικές απέναντι στον ευρωπαϊκό Νότο θα σκληρύνουν – κάτι όχι μόνο αρνητικό αλλά και επίφοβο, ιδιαίτερα για την Ελλάδα…
3. Θα περάσουν σε φάση όξυνσης ή και «ψυχρού πολέμου» οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας;
Είναι το σημείο αιχμής της νέας εξωτερικής πολιτικής που ευαγγελίστηκε ο νικητής των αμερικανικών εκλογών. Τα μετεκλογικά τουίτερ του Ντόναλντ Τραμπ κατάφεραν να αλλάξουν την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα στο ευαίσθητο ζήτημα της «μίας Κίνας», αμφισβητώντας ότι η Ταϊβάν ανήκει στην Κίνα. Ωστόσο, αυτό είναι το λιγότερο.
Αυτά που μπορούν να πυροδοτήσουν τις σχέσεις με την Κίνα δημιουργώντας ακόμη και κλίμα ψυχρού πολέμου, είναι δύο άλλες, μείζονες επιλογές που περιέχονταν στο προεκλογικό του πρόγραμμα:
Πρώτο, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Κίνας στη Θάλασσα της Κίνας και δεύτερο, η επιβολή δασμών στα προϊόντα των αμερικανικών πολυεθνικών με έδρα την Κίνα που επανεισάγονται στις ΗΠΑ. Σε συνάρτηση με την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων και το ακριβό δολάριο, όλα αυτά θα μπορούσαν να «ανατινάξουν» τις σινο-αμερικανικές σχέσεις, με τεράστιες οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις για ολόκληρη την υφήλιο.
Το τεστ για μια μεγάλη ανατροπή του γεωπολιτικού δόγματος των ΗΠΑ θα είναι αυτό και θα είναι εντελώς κρίσιμο!
Απ’ τη σκοπιά της, η Κίνα τηρεί στάση αναμονής, όχι μόνο για να διαπιστώσει στην πράξη το εύρος των αλλαγών στην αμερικανική πολιτική, αλλά και εν αναμονή του συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος το φθινόπωρο, οπότε θα ληφθούν στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις όχι μόνο για τη στάση της Κίνας απέναντι στις ΗΠΑ αλλά και για την οικονομική στρατηγική της μπροστά στο πρόβλημα της κρίσης του μοντέλου συσσώρευσης που για πάνω από δύο δεκαετίες ταυτίστηκε με το «κινεζικό θαύμα».
Για να αντιληφθούμε πόσο κρίσιμο είναι το ζήτημα των σινο-αμερικανικών σχέσεων, αρκεί να αναφέρουμε μόνο κάποια οικονομικά στοιχεία: Η Κίνα αποτελεί το μεγαλύτερο πιστωτή-κάτοχο αμερικανικών ομολόγων (αξίας πάνω από 1 τρισ. δολάρια), είναι η έδρα εκατοντάδων πολυεθνικών μεγαθηρίων των ΗΠΑ, το 8,95% των εισαγώγων της Κίνας προέρχεται από τις ΗΠΑ και το 21,8% των εισαγωγών των ΗΠΑ προέρχεται από την Κίνα…
4. Θα έχουμε μια «νέα Μέση Ανατολή»;
Προεκλογικά, ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε ότι οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν μια άλλη πολιτική στη συριακή κρίση: πρώτος στόχος η εξουδετέρωση του ISIS και όχι η ανατροπή του Άσαντ, που συνεπάγεται και συνδυάζεται με τη συνεργασία με τη Ρωσία. Μετεκλογικά, όλες του οι δηλώσεις δείχνουν ότι επιμένει σε μια τέτοια πολιτική. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την προετοιμασία μιας «Γιάλτας» στη Συρία και το Ιράκ – με θολό σημείο την πολιτική στο ζήτημα της δημιουργίας κουρδικού κράτους.
Όμως ο νέος Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει πει μόνο αυτά για τη Μέση Ανατολή. Έχει επίσης ταχθεί κατά της πολυμερούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και υπέρ μιας πολύ πιο ανοιχτά φιλοϊσραηλινής πολιτικής. Αυτό συνιστά προφανή κίνδυνο το επίκεντρο της αστάθειας να μεταφερθεί από τη Συρία και το Ιράκ στις σχέσεις Ισραήλ – Ιράν, αλλά και στο Λίβανο και την Παλαιστίνη, με κίνδυνο να επιστρέψει από άλλο δρόμο ξανά στη Συρία και το Ιράκ, καθιστώντας την όποια σταθεροποίηση εντελώς προσωρινή και αβέβαιη.
Αν μια πολιτική εχθρική προς το Ιράν εκδηλωθεί πρόωρα, αυτό θα μπορούσε να έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα στις προεδρικές εκλογές στο Ιράν το Μάιο, υπέρ των σκληροπυρηνικών του Ιράν και εις βάρος του σημερινού προέδρου Χασάν Ρουχανί, που υπήρξε ο αρχιτέκτονας της προσέγγισης και της πολυμερούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Τέλος -αν υπάρχει τέλος στο χαοτικό παζλ της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής- μένει να διευκρινιστεί η πολιτική του Αμερικανού προέδρου σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες της νοτιοανατολικής Μεσογείου και με το ρόλο του ΝΑΤΟ στην περιοχή, αλλά και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα και την Τουρκία.
Όπως βλέπουμε, τα σταθερά σημεία των προβλέψεων είναι λίγα και εντελώς ανεπαρκή και οι αστάθμητοι παράγοντες πολλοί και κρίσιμης σημασίας…
5. Θα φύγει το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα και την Ευρώπη;
Ίσως δεν είναι ζήτημα παγκόσμιας εμβέλειας όπως τα προηγούμενα, αλλά παρεισφρέει στο δικό μας top ten γιατί είναι ζήτημα ευρωπαϊκού και ελληνικού ενδιαφέροντος. Το ΔΝΤ έχει ήδη κηρύξει… αποχή από τις συζητήσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος για να ενημερωθεί και να δώσει τις οδηγίες του ο νέος Αμερικανός πρόεδρος.
Η προεκλογική γραμμή του κ. Τραμπ ήταν η απεμπλοκή των ΗΠΑ, άρα και του Ταμείου, από τη χρηματοδότηση προγραμμάτων διάσωσης στην Ευρώπη. Είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι το ζήτημα της Ελλάδας είναι ευρωπαϊκή υπόθεση που πρέπει να αναλάβει η Γερμανία ή, αν αυτή δεν θέλει ή δεν μπορεί, η Ρωσία…
Αν επιμείνει σε αυτή τη γραμμή, πιθανότατα το ΔΝΤ θα αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα και την Ευρώπη συνολικά. Αυτό θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα το σύρσιμο για πολλούς μήνες της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση και μια σκληρή υπεραντίδραση της Γερμανίας – σε αντίθεση με ό,τι αυταπατώμενη φαίνεται να πιστεύει η κυβέρνηση. Μια τέτοια εξέλιξη θα έφερνε πιο κοντά τον κίνδυνο να αποτελέσει η Ελλάδα το «πειραματόζωο» για την Ευρωζώνη των πολλών ταχυτήτων…
Μια αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό και τα ευρωπαϊκά προγράμματα θα είχε επίσης συνέπειες για την ίδια την Ευρώπη, ιδιαίτερα αν η άνοδος των μετοχών συνδυαστεί με μια παρατεταμένη κρίση στην αγορά ομολόγων.
Όπως το έχουμε ξαναγράψει, η παραμονή ή όχι του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και στις ευρωπαϊκές υποθέσεις είναι ζήτημα εγγυήσεων απέναντι στις παγκόσμιες αγορές, οι οποίες δεν θα μείνουν ασυγκίνητες από μια τέτοια εξέλιξη…
Θα είναι το 2017 το έτος των μεγάλων ανατροπών; Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις γι’ αυτό!