Του Βαγγέλη Χωραφά*
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834 η Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Αυτή η ανακήρυξη προήλθε μέσα από συγκρούσεις μεταξύ των γηγενών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν έχει καμιά σχέση με μια ωραιοποιημένη αντίληψη που κυριαρχεί και συνδέεται με την αρχαιολατρία του Λουδοβίκου Α’, πατέρα του Όθωνα. Οι επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ο ρόλος του νεοκλασικισμού, η προτίμηση για τον Ισθμό και η συνύπαρξη με την Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για την επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας της Ελλάδας.
ΟΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1830 αναγνωρίζεται η Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και καθορίζονταν τα σύνορα της.
Ο ελληνισμός θεωρούσε αυτό το κράτος ως προσωρινό, επομένως ως προσωρινή θα έπρεπε να θεωρηθεί και η πρωτεύουσα του. Οι ηγετικές τάξεις του ελληνισμού θεωρούν ότι το ελληνικό κράτος θα επεκταθεί, επομένως διαμορφώνουν πολιτειακά οράματα με κέντρο είτε την Κωνσταντινούπολη, είτε την Θεσσαλονίκη, είτε την Σμύρνη. Σε καμία πρόταση για το μέλλον, η Αθήνα δεν είχε τον ρόλο της πρωτεύουσας.
Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να κατανοούν την σημασία της Αθήνας ως πρωτεύουσας της Ελλάδας, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους. Η Αγγλία διέκρινε στην Αθήνα έναν ρόλο που θα αποδυνάμωνε την πολιτική και ιδεολογική συνοχή του ελληνισμού. Αυτή η αποδυνάμωση θα ενίσχυε την πολιτική που ακολουθούσε το Λονδίνο για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως μηχανισμού αναχαίτισης της ρωσικής επέκτασης προς τον Νότο. Η Γαλλία διέκρινε στην Αθήνα έναν ρόλο που θα αποδυνάμωνε στην ιδεολογία του ελληνισμού την επιρροή της Ρωσίας και θα αύξανε την δική της επιρροή. Η Ρωσία αντιμετώπιζε την Αθήνα ως ανταγωνιστή στην επιρροή του ελληνισμού, αφού την δική της επιρροή θα ήθελε να την περνάει μέσα από την Ορθοδοξία και την Κωνσταντινούπολη. Οι Βαυαροί διέκριναν στην Αθήνα έναν ρόλο συγκέντρωσης του νεοκλασικισμού και επιρροής του ελληνισμού. Μέσα από την νεοκλασικιστική επιρροή μπορούσαν να συμμετέχουν στον αποικιοκρατικό ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΥ
Ο νεοκλασικισμός είναι το κίνημα που προσπάθησε να ανανεώσει την Δύση, ως προς τις πηγές των πολιτικών και αισθητικών αντιλήψεων της. Κινήθηκε ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις. Την ρωμαϊκή παράδοση, με βασικό στοιχείο την έννοια της ισχύος και την αθηναϊκή παράδοση, με βασικό στοιχείο την έννοια του κάλους.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, μέσα από τον ανταγωνισμό των συμφερόντων τους, κινούνται προς την κατεύθυνση της αθηναϊκής παράδοσης. Η αγγλική και γαλλική αποικιοκρατία, ενσωματώνουν αρχαιοελληνικά στοιχεία για να εξωραΐσουν την εικόνα τους στον κόσμο. Αντίθετα, οι Βαυαροί αντιμετωπίζοντας τις ανάγκες εθνικής ενότητας των γερμανικών κρατιδίων, υιοθέτησαν τον αθηναϊκό νεοκλασικισμό ως συστατικό της γερμανικής εθνοποιητικής ιδεολογίας.
Ο νεοκλασικισμός δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα για την Αθήνα. Από την μία υπάρχει η οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα αυτού του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου της Αττικής και από την άλλη, υπάρχει μια νοηματική πραγματικότητα, αυτή του χώρου των υπολειμμάτων του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος, το οποίο όμως ενδιαφέρει τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Με τα δεδομένα αυτά, ο νεοκλασικισμός-φιλτραρισμένος μέσα από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων- αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες επιλογής της Αθήνας ως πρωτεύουσας.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΘΜΟΣ
Στον βαθμό που ο ελληνισμός εκλάμβανε το νέο ελληνικό κράτος ως προσωρινό και η πρωτεύουσα του θα έπρεπε να είναι προσωρινή. Αυτή η λογική αντιπροσωπεύεται στα απόψεις των πολιτικών δυνάμεων και της πνευματικής ηγεσίας την περίοδο 1830-1833 που συνέκλιναν στην επιλογή του Ισθμού της Κορίνθου-αν και υπήρχαν προτάσεις και για άλλες πόλεις όπως το Ναύπλιο, το Άργος, η Τρίπολη, τα Μέγαρα κλπ- ως νέας πρωτεύουσας.
Η έννοια της προσωρινότητας της πρωτεύουσας συνδέονταν με την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας και της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης που θα ήταν η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Η σύγκλιση των ελληνικών πολιτικών και πνευματικών δυνάμεων στην επιλογή του Ισθμού της Κορίνθου ως πρωτεύουσας, δεν είναι αρκετή για να κάμψει την επιλογή των Μεγάλων Δυνάμεων που προτιμούσαν την Αθήνα.
Το Ρωσικό και το Γαλλικό κόμμα προτιμούσαν τον Ισθμό ως προσωρινή πρωτεύουσα, ενώ το Αγγλικό κόμμα και το Υπουργικό Συμβούλιο, τον Ισθμό ως μόνιμη πρωτεύουσα. Απέναντι τους βρέθηκαν οι Βαυαροί, οι Φιλέλληνες και ο ξένος Τύπος που προτιμούσαν την Αθήνα ως μόνιμη πρωτεύουσα.
Στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης η κατάσταση ήταν πολυδιασπασμένη μεταξύ των δύο σημείων και της προσωρινότητας. Ακριβώς λόγω της έννοιας της προσωρινότητας, οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο μπλοκ δεν οξύνθηκαν. Η Αθήνα έδινε την δυνατότητα μιας εσωτερικής στροφής στην αναδιάρθρωση του ελληνικού κράτους, ενώ η προσωρινότητα του Ισθμού κρατούσε ζωντανές τις επαναστατικές προσδοκίες για την οργάνωση και τα όρια του ελληνικού κράτους.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑ
Με το πέρασμα των χρόνων, η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας δεν εξακολουθούσε να είναι ηγεμονική για όλους τους Έλληνες.
Η αρνητική προσέγγιση της Μεγάλης Ιδέας γίνεται πιο εμφανής στην Αθήνα, είναι στενά αθηνοκεντρική και απορρίπτει την Μεγάλη Ιδέα με την επαναστατική της μορφή ως προς τα όρια του ελληνισμού. Προτάσσει την εσωτερική αναδιαμόρφωση της Ελλάδας με άξονα την καθαρότητα του ελληνισμού, με βάση πρότυπα του νεοκλασικισμού.
Υπήρχε και μια δεύτερη τάση η οποία προσπαθούσε να συμβιβάσει την Μεγάλη Ιδέα με την εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας.
Η τρίτη τάση αφορά την παραδοσιακή προσέγγιση ότι πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ελλάδος πρέπει να γίνει η Κωνσταντινούπολη. Η άποψη αυτή θα είναι ισχυρή μέχρι το 1855 οπότε και αποδυναμώθηκε η αίγλη της.
Από το 1834 μέχρι το 1855, η Αθήνα έπρεπε να συνυπάρξει με άλλους δύο χώρους, αυτόν της ενδοχώρας και αυτόν των αστικών κέντρων του υπόδουλου ελληνισμού, με κυριότερο όπλο το παρελθόν του χώρου στον οποίο υπήρχε.
Η 3η Σεπτέμβρη 1843 αποτελεί το αποκορύφωμα της κοινωνικής σύγκρουσης για τον έλεγχο της πρωτεύουσας, αποτελώντας μια αποφασιστική νίκη των αυτόχθονων Αθηναίων και μια σημαντική στιγμή στην διαδικασία αλλαγής της κοινωνικής συνείδησης. Η 3η Σεπτέμβρη ανέτρεψε τα πορίσματα των επαναστατικών συνδιασκέψεων της Επιδαύρου και της Τροιζήνας που εξακολουθούσαν να λειτουργούν για τους Έλληνες ως πλαίσιο προσανατολισμού. Ανέτρεψε τον τρόπο προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας, αφού στο Σύνταγμα που προέκυψε από την 3η Σεπτεμβρίου, είναι ο κάτοικος εντός ορίων, υπάρχει πλέον μια γεωγραφική και κρατική διάσταση.
Με βάση την 3η Σεπτέμβρη, η Μεγάλη Ιδέα επαναπροσδιορίζεται. Η Αθήνα αποτελεί πλέον «το Ευαγγέλιο της πολιτείας» ενώ η Κωνσταντινούπολη, «το Ευαγγέλιο της πίστεως», η Αθήνα είναι το κέντρο της πολιτικής και η Κωνσταντινούπολη το κέντρο της θρησκείας. Ταυτόχρονα, επαναπροσδιορίζεται και ο ρόλος του βασιλείου της Ελλάδας σε σχέση με την Μεγάλη Ιδέα, αφού η Ελλάδα γίνεται το κράτος-σταθμός των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης προς την Ανατολή.
Τώρα πλέον δεν είναι η Αθήνα αυτή που πρέπει να προσδιορίζεται σε σχέση με τον ελληνισμό, αλλά ο ελληνισμός σε σχέση με την Αθήνα. Η Αθήνα δεν κατανοείται πλέον ως διοικητική πρωτεύουσα και καθέδρα της μοναρχίας, αλλά ως νέα βασιλεύουσα, ως η νέα ενοποιητική ιδέα του ελληνισμού.
Με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η Κωνσταντινούπολη και η Μεγάλη Ιδέα παύουν να παίζουν ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας, ενώ η Αθήνα εξακολουθεί να παραμένει το κέντρο πολιτικής του ελληνικού κράτους και η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα του.
*Διευθυντής ιστοσελίδας geoeurope.org