Συνεχίζεται η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά καθώς η ΕΚΤ προετοιμάζει το έδαφος για «γενναίες» αυξήσεις των επιτοκίων.
Τα πρακτικά από την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ δείχνουν τη σαφή πρόθεση της Κεντρικής Τράπεζας να συνεχίσει ν΄ αυξάνει τα επιτόκια της πέραν της επικειμένης αυξήσεως του Μαρτίου.
Άλλωστε και η επικεφαλής της ΕΚΤ μιλώντας στην ισπανική τηλεόραση δήλωσε ότι η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων της και πέρα από την προγραμματισμένη κίνηση κατά 0,5% στη συνεδρίαση του Μαρτίου.
Όπως προκύπτει από αυτά δεν είναι τόσο ο ονομαστικός πληθωρισμός τού Φεβρουαρίου που αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία για την ΕΚΤ, αλλά μάλλον ο γενικότερος κίνδυνος ότι αυτό που ξεκίνησε ως πληθωρισμός που βασίζεται στην προσφορά θα μπορούσε να μετατραπεί σε πληθωρισμό που βασίζεται στη ζήτηση.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι Κεντρικοί Τραπεζίτες επιχειρούν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν τις μισθολογικές αυξήσεις. Ωστόσο τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στη Φιλανδία, έδειξαν ότι μετά την άνοδο των επιτοκίων οι επιχειρήσεις στην ευρωζώνη κατόρθωσαν να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους πολύ περισσότερο σε σύγκριση με την αύξηση του κόστους παραγωγής που αντιμετώπισαν.
Όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές της ΙΝG, o κύριος λόγος για την επιθετική πολιτική που έχει υιοθετήσει η ΕΚΤ στο μέτωπο των επιτοκίων φαίνεται να είναι ο κίνδυνος υψηλότερης αύξησης των μισθών και η ακαμψία που εμφανίζει ο πληθωρισμός.
Η συζήτηση σχετικά με το πού θα μπορούσε να φθάσει το «ταβάνι» στα επιτόκια παρέμεινε μάλλον ασαφής. Τα πρακτικά αναφέρουν ότι «οποιαδήποτε εκτίμηση για το επίπεδο των επιτοκίων που θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικά περιοριστικό ήταν περίπλοκη και αβέβαιη», αν και γενικά θεωρήθηκε ότι οι ανησυχίες για υπερβολική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ήταν πρόωρες στα σημερινά υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και ενόψει της πιθανής εμμονής σε υποκείμενες πιέσεις τιμών.
Στη δευτερογενή αγορά, στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Συναλλαγών (ΗΔΑΤ) ο όγκος των συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 64 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 28 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εντολές αγοράς.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς αυξήθηκε στο 4,50% από 4,47% χθες, έναντι 2,74 % του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου με αποτέλεσμα το περιθώριο να διαμορφωθεί στο 1,76% από 1,8% που έκλεισε χθες.