Στο άκουσμα της λέξης φαρμακοβιομηχανία, ο νους του καθενός (και λογικό είναι) πηγαίνει στις ξένες, πανίσχυρες, πολυεθνικές επιχειρήσεις του κλάδου. Η συντριπτική πλειονότητα αγνοεί ότι στη χώρα μας υπάρχει μια μερίδα επιχειρήσεων του εν λόγω αντικειμένου που το παλεύει πολύ σοβαρά χρόνια τώρα, και χωρίς μεταξύ μας να απολαμβάνει την υποστήριξη που θα έπρεπε. Η ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία, ωστόσο, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για να αναδειχθεί σε βασικό συντελεστή του νέου αναπτυξιακού προτύπου που αναζητάται για τη χώρα.
Η συνολική επίδραση της δραστηριότητας της φαρμακευτικής βιομηχανίας στο εγχώριο ΑΕΠ ξεπερνά σήμερα τα 2,8 δισ. ευρώ. Για κάθε 1.000 ευρώ που δαπανώνται για την αγορά φαρμάκων που παράγονται στην Ελλάδα, το ΑΕΠ της χώρας ενισχύεται κατά 3.420 ευρώ, ενώ η συνολική επίδραση της λειτουργίας των παραγωγικών φαρμακοβιομηχανιών στην απασχόληση εκτιμάται σε 53.100 θέσεις εργασίας.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, ο κλάδος παραγωγής φαρμάκων στην Ελλάδα συμβάλλει κατά 9,6% στο σύνολο του μεταποιητικού τομέα για το 2010, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, μετά τη Σλοβενία (12,7%) και τη Δανία (10,4%).
Η αναγκαία -αλλά και με σημαντικές αρνητικές παρενέργειες- διαδικασία εξορθολογισμού της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και η αυξημένη χρήση των οικονομικότερων γενοσήμων φαρμάκων, είναι οι δύο συνιστώσες που οδηγούν τις εξελίξεις στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Όμως, οι ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις στη αγορά γενοσήμων διαμορφώνουν μια δυναμική υπέρβασης των αδιεξόδων.
Η υπέρβαση αυτή, όμως, απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών για τον φαρμακευτικό κλάδο, με σημαντικότερες τη λειτουργική αναβάθμιση του ΕΟΦ, την επίσημη, διαφανή καταγραφή της φαρμακευτικής δαπάνης, τη διευθέτηση των υφιστάμενων χρεών των νοσοκομείων και του ΕΟΠΥΥ, την ενίσχυση της έρευνας με στόχο τη συστηματική προαγωγή της καινοτομίας, και την ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών.