Ο σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν δεν κατάφερε μεν να βρεθεί δια ζώσης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, εξαιτίας της λήξης της απεργίας των ηθοποιών του Χόλιγουντ, όμως το τίμησε με την διαδικτυακή του παρουσία αμέσως μετά την προβολή της ταινίας του “Μαζί ή τίποτα” το βράδυ της Κυριακής (22/10) απαντώντας σε όσες ερωτήσεις του τέθηκαν.
Περισσότεροι από πεντακόσιοι θεατές στο κατάμεστο Πνευματικό Κέντρο Χανίων τον χειροκρότησαν θερμά, ακούγοντας με ενδιαφέρον όσα είπε για το σινεμά, το μέλλον του κινηματογράφου, τα φεστιβάλ και τη σημασία τους, αλλά και την κρητική του καταγωγή, καθώς, όπως είπε, η μητέρα του κατάγεται από την Κρήτη.
Παραμένοντας χαμογελαστός σε όλη τη διάρκεια της διαδικτυακής σύνδεσης ο Ακίν ξεκίνησε χαιρετώντας και ευχαριστώντας τους θεατές στα ελληνικά, ενώ αναφέρθηκε στην απεργία των ηθοποιών του Χόλιγουντ, λέγοντας πως η ξαφνική λήξη της τον ανάγκασε να ακυρώσει το ταξίδι του στα Χανιά.
“Πρέπει να φύγω αύριο Δευτέρα για το Λος Άντζελες, για τα γυρίσματα της νέας μου ταινίας, την οποία δουλεύω εδώ και δύο χρόνια. Θα αρχίζαμε τα γυρίσματα το καλοκαίρι αλλά η απεργία μας σταμάτησε. Παρ’ όλα αυτά δεν μου βγήκε απόλυτα σε κακό, γιατί βρισκόμουν ήδη στην Ελλάδα για διακοπές και αυτό μου χάρισε μερικές ακόμα μέρες διακοπών στη χώρα σας”.
Όταν ο Φατίχ Ακίν σύστησε στο ελληνικό κοινό τη… μητέρα του!
Ο Φατίχ Ακίν συνομίλησε μετά την προβολή με τον διευθυντή και “ψυχή” του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων Ματθαίο Φραντζεσκάκη και αναφέρθηκε στην καταγωγή της μητέρας του, η οποία κατάγεται από οικογένεια Ελλήνων μουσουλμάνων (Τουρκοκρητικών) που έφυγαν από την περιοχή της Ιεράπετρας προς την Κωνσταντινούπολη για να καταλήξουν σε μια γειτονική πόλη, το 1900.
“Η μητέρα μου γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και ήταν δισέγγονη κείνων των μεταναστών από την Κρήτη. Δε γνωρίζω κάτι παραπάνω… δεν έχω γνωρίσει κάποιον από τους προγόνους μου, πέθαναν πολύ νωρίς, αλλά αν τη δείτε θα δείτε ότι μοιάζετε! Μοιάζει με Κρητικιά!” είπε.
Στη μέση περίπου της σύνδεσης ο αγαπημένος δημιουργός έκανε μια παύση χαμογελώντας και κοιτώντας προς το κοινό λέγοντας “Σας έχω μια έκπληξη!”. Η μητέρα του εμφανίστηκε στην οθόνη και χαιρέτησε τους θεατές με ένα εγκάρδιο χαμόγελο, κάνοντας τους πάντες να σχολιάσουν πόσο μοιάζουν οι δυο τους.
Ο σκηνοθέτης παραδέχθηκε πως έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό με την Κρήτη. “Την ανακάλυψα πριν από οκτώ χρόνια. Τότε είχα προβλήματα στην πατρίδα μου την Τουρκία, λόγω της ταινίας μου “Η μαχαιριά”. Είχα φίλους πολιτικούς κρατούμενους εκεί και προσπαθούσα να τους στηρίξω δημόσια και στα κοινωνικά δίκτυα. Πάντα προσπαθώ να δίνω χώρο στις μειονότητες στην Τουρκία και να τις βοηθάω. Οπότε αποφάσισα να μην πάω ξανά σύντομα για διακοπές στην Τουρκία, γιατί… ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί”, ομολόγησε.
“Προσπάθησα να βρω έναν τρόπο να καλύψω το κενό που μου προκάλεσε η απόσταση από την πατρίδα μου και ανακάλυψα την Κρήτη. Στην Κρήτη βρήκα έναν άλλο τόπο, πολύ κοντινό στην πατρίδα μου, αλλά και τόσο διαφορετικό. Έναν τόπο, που μου πρόσφερε ένα νέο σπίτι. Αισθάνομαι ότι στην Κρήτη ανακάλυψα όχι μόνο τους προγόνους μου, αλλά και το μέλλον μου“, κατέληξε.
Το Φεστιβάλ τίμησε τον δημιουργό με μια ειδική έκδοση στα ελληνικά και τα αγγλικά, αλλά και το βραβείο της διοργάνωσης για το σύνολο του έργου του.
Ο ίδιος ο Ακίν υποσχέθηκε να έρθει σύντομα για να τα παραλάβει ο ίδιος, φέρνοντας μαζί τη μητέρα του.
Σχετικά με την ταινία “Μαζί ποτέ”, που προβλήθηκε στα Χανιά τόνισε πως όταν στη δεκαετία του ’90 και συγκεκριμένα το 1992, ήταν μαθητής σημειώθηκε στη Γερμανία, όπου ζούσε με τους γονείς του, άνοδος της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού. “Αποκορύφωμα αυτού του φαινομένου ήταν οι δολοφονίες στο Ζόλινγκεν, στο οποίο οι φασίστες έβαλαν φωτιά στο σπίτι μιας οικογένειας Τούρκων και πολλοί κάηκαν ζωντανοί. Αυτό έγινε μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών. Ήταν η περίοδος που ήμουν πολύ οργισμένος και ξεκίνησα να γράφω την ιστορία ενός νέου, που σχεδιάζει να επιτεθεί σε μια διαδήλωση νεοναζί”, δήλωσε.
“Ο καιρός πέρασε και αποφάσισα να κάνω μια άλλη ταινία, αλλά αυτήν την ιστορία δεν την ξέχασα ποτέ. Αργότερα, όταν είχαμε τις δολοφονίες του NSU (Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα), μεταξύ του 2000 και του 2010, όπου σκοτώθηκαν δέκα άνθρωποι, οκτώ τουρκικής και κουρδικής καταγωγής μετανάστες, ένας Έλληνας και ένας Γερμανός αστυνομικός, θυμήθηκα την ιστορία που είχα γράψει ως μαθητής. Άρχισα να γράφω ξανά την ιστορία, αλλά αποφάσισα να αλλάξω το φύλο του ήρωα και έτσι δημιουργήθηκε η ηρωίδα, που χάνει άντρα και παιδί σε μια στιγμή”, τόνισε ο ίδιος.
Η ταινία είχε βραβευτεί με Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 2018 και η Νταϊάν Κρούγκερ, που καθηλώνει με τη συγκλονιστική της ερμηνεία στο φιλμ είχε αποσπάσει το Βραβείο Γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών το 2017.
“Για μένα ήταν κάτι πολύ προσωπικό, μια ιστορία κάθαρσης. Ήταν η προσπάθεια μου να κάνω μια ταινία πολιτική, ακολουθώντας την παράδοση του Κώστα Γαβρά. Και ήταν αυτή η ταινία που εν τέλει με οδήγησε στο Χόλιγουντ”, σημείωσε ο Φατίχ Ακίν. Ο ίδιος άλλωστε είναι γιος μεταναστών, που έφτασαν στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60. “Όλες μου οι ταινίες, και οι πέντε που έχω γυρίσει, τελικά διαπραγματεύονται το ποιος είμαι εγώ. Όταν είσαι μετανάστης ή παιδί μεταναστών, το ποιος είσαι πολύ συχνά “μολύνεται” από το πως σε βλέπουν οι άλλοι. Το ερώτημα “ποιος είμαι” μας απασχολεί όλους. Ακόμα και εσάς, στο κοινό! Για τους μετανάστες είναι διαφορετικά, γιατί υπάρχει πάντα μια σύγκρουση ανάμεσα στο ποιοι είναι και στο πως τους βλέπουν οι άλλοι. Για μένα αυτή η σύγκρουση αποτελεί πάντα την έμπνευση για τις περισσότερες από τις ιστορίες μου”, είπε.
Ο τρόπος του άλλωστε να αφουγκράζεται την κοινωνία είναι αυτός που του χάρισε φανατικό κοινό και στη χώρα μας. “Με ενδιαφέρουν οι σκιές, πολύ περισσότερο από το άπλετο φως. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στα άκρα. Πάντοτε έβρισκα αυτούς τους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες για τις ιστορίες μου από αυτούς που ζουν πιο κοινότυπες ζωές. Το “Μαζί ή τίποτα” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι μια ταινία για τον πόνο. Και ο πόνος έχει πολλές αποχρώσεις, πολλά επίπεδα και χρώματα. Κι εγώ ήθελα να “ζωγραφίσω” χρησιμοποιώντας αυτά τα χρώματα”, τόνισε.
“Μου αρέσουν διαφορετικά είδη κινηματογράφου και προσπαθώ, κυρίως, να μην βαριέμαι ο ίδιος με αυτό που κάνω. Αλλά οι ταινίες μου και οι χαρακτήρες μου πάντα βρίσκονται στα άκρα και αυτό κάνει ισχυρότερα τα μηνύματα των ταινιών μου. Ακόμα και στο “Βερολίνο, αντίο” πάλι ασχολούμαι με παιδιά του περιθωρίου, που έχουν γονείς μετανάστες ή αλκοολικούς. Και είναι πιο εύκολο να “αγγίξεις νεύρο” με αυτόν τον τρόπο”, κατέληξε.
“Υπάρχουν καλές και κακές ταινίες. Οι καλές ταινίες πάντα βρίσκουν τον τρόπο να “βρουν” το κοινό τους, ακόμα και αν περάσουν πενήντα χρόνια! Και είναι δύσκολο να φτιάξεις καλές ταινίες, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Εγώ ακόμα και τώρα δεν ξέρω…” είπε ο Φατίχ Ακίν κάνοντας το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα.
Δε ξέρω για πόσο καιρό θα μπορώ να γυρίζω τις ταινίες μου στην Ευρώπη
Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε στον τρόπο που αλλάζει η βιομηχανία του κινηματογράφου και για αυτόν τον λόγο, τόνισε, πως προσπαθεί να γυρίσει αυτήν την περιπέτεια στην Αμερική, καθώς εκτός από την περιέργεια που τον διακατέχει για μια διαφορετική ταινία, αυτή η συνθήκη του παρέχει ασφάλεια.
Όπως παραδέχθηκε “δεν ξέρω για πόσο καιρό θα μπορώ να γυρίζω τις ταινίες μου στην Ευρώπη. Τηλεοπτικά κανάλια καταρρέουν, η κρατική χρηματοδότηση στη Γερμανία και αλλού καταρρέει και θα σας πω κάτι ακόμα: Σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις θα μπορούσαμε να έχουμε την ακροδεξιά στην κυβέρνηση. Οι ταινίες μου χρηματοδοτούνται κατά 50% από το Υπουργείο Πολιτισμού. Στην περίπτωση που η ακροδεξιά συμμετάσχει στην κυβέρνηση δεν θα στηρίζουν οικονομικά τον πολιτισμό και την εκπαίδευση, θα έχουν άλλες προτεραιότητες. Θα βρουν τρόπους να χρηματοδοτούν άλλα πράγματα και εγώ δεν θα βρίσκω χρηματοδότηση”, τόνισε.
Προκάλεσε, μάλιστα, την έκπληξη των θεατών λέγοντας πως θα ήθελε να έρθει στην Ελλάδα και να φτιάχνει στη χώρα μας τις ταινίες του.
“Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως πρέπει να πηγαίνω εκεί που χρηματοδοτούνται οι ταινίες μου, εκεί που θα μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου, όπως είχαν κάνει και οι γονείς μου το ’60. Αν η Ελλάδα μπορούσε να θρέψει εμένα και την οικογένειά μου, αν η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία μπορούσε να με στηρίξει, θα ερχόμουν, ακόμα και αν δεν μιλάω ελληνικά” είπε σημειώνοντας παράλληλα πως οι Έλληνες κινηματογραφιστές και παραγωγοί είναι πολύ αξιόλογοι.
Το σινεμά, οι νέοι θεατές και η σημασία των Φεστιβάλ
“Το σινεμά ολοένα και περισσότερο αποκτά το χαρακτήρα ενός event, μιας εκδήλωσης, για τα παιδιά, αλλά και για τους ενήλικες. Ακόμα και αυτό που κάνουμε σήμερα είναι μία εκδήλωση. Επομένως, όπως στην τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου με την Έμα Στόουν, όλοι συζητούν γι’ αυτήν, έχει τον χαρακτήρα εκδήλωσης και όλοι θέλουν να τη δουν. Οπότε είναι όλο και πιο δύσκολο να τραβήξεις την προσοχή σε “μία ακόμα ταινία”. Πρέπει να είναι κάτι παραπάνω και κυρίως τα παιδιά, οι νέοι το ζητούν αυτό”, υπογράμμισε συμπληρώνοντας πως χαίρεται που αυτό λειτουργεί.
“Είδα πρόσφατα τα νούμερα για την τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε “Killers on the flower moon”, μια τρίωρη ταινία και όμως οι νέοι πάνε να την δουν, γιατί έμαθαν γι’ αυτήν από τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό δεν είναι μόνο μάρκετινγκ, έχει γίνει κάτι σαν εκδήλωση (event). Δε ξέρω γιατί γίνεται αυτό όμως ο χαρακτήρας της εκδήλωσης προσελκύει θεατές στις αίθουσες. Έτσι, είτε πρόκειται για την ταινία του Λάνθιμου, είτε για αυτήν του Σκορσέζε, συμβαίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που γίνεται στο netflix, το playstation ή το youtube”, σημείωσε ο σκηνοθέτης.
“Δεν πιστεύω ότι τα παιδιά δεν μπορούν πλέον να συγκεντρωθούν για περισσότερο από ένα λεπτό. Η τελευταία μου ταινία “Το χρυσάφι του Ρήνου” γνώρισε τεράστια επιτυχία στη Γερμανία, ιδίως στους νέους, ήταν η ταινία μου με την μεγαλύτερη απήχηση σε νεανικό κοινό και ήταν μια ταινία διάρκειας δυόμιση ωρών. Και αυτό γιατί η ταινία έγινε event, κάτι που οι νέοι δεν μπορούν να εκλάβουν με άλλα μέσα” τόνισε.
Κλείνοντας την ενδιαφέρουσα συζήτηση υπό το βλέμμα των θεατών, που δεν εγκατέλειψαν τη θέση τους παρά μετά το χειροκρότημα και τη λήξη της σύνδεσης ο Ακίν αναφέρθηκε και στην τύχη των φεστιβάλ παγκοσμίως.
Εξέφρασε την αισιοδοξία του για το μέλλον παρόμοιων διοργανώσεων, όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων γιατί φέρνουν τον κόσμο κοντά. “Λειτουργούν σαν ένα φίλτρο, όπου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οκτώ – δέκα μέρες, το κοινό βλέπει πολλές ταινίες. Οπότε λειτουργούν σαν μαγνήτες. Καθώς το κοινό έρχεται κοντά για να δει τις ταινίες, τα κοινωνικά δίκτυα και τα ΜΜΕ ακολουθούν οπότε δίνεται η δυνατότητα να ανακαλυφθούν οι ταινίες, να γίνουν “events” τα ίδια τα φιλμ. Μετά την περίοδο του κορονοϊού και της απομόνωσης, όλοι απολαμβάνουμε ακόμα περισσότερο να βρισκόμαστε και να επικοινωνούμε. Τα φεστιβάλ είναι η τελευταία ελπίδα που έχει ο κινηματογράφος”, κατέληξε.
* Το 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων και τα εκπαιδευτικά του προγράμματα σχεδιάζονται και υλοποιούνται από την Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Κρήτης, τους Δήμους Χανίων και Πλατανιά, την ΚΕΠΠΕΔΗΧ-ΚΑΜ και το Πνευματικό Κέντρο Χανίων. Τελεί υπό την αιγίδα και υποστηρίζεται από τα υπουργεία Πολιτισμού και Τουρισμού, τη Βουλή των Ελλήνων, τον ΕΟΤ, το ΕΚΟΜΕ και το ΕΚΚ.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΕΥΑ ΚΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΥ
Πηγή: ertnews.gr