Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Πριν από λίγες μέρες ο Πρόεδρος Τραμπ πραγματοποίησε μία ομιλία σχετικά με το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που εφαρμόζει και πρόκειται να εφαρμόσει καθ’ όλη την διάρκεια της προεδρικής θητείας. Ποιοι είναι όμως οι τέσσερις πυλώνες του σχεδίου του και ποια η νέα στρατηγική που δομεί ως προς τις σχέσεις της Κίνας και της Ρωσίας.
Φανατικός θιασώτης της ρεαλιστικής παράδοσης φαίνεται πως είναι ο νέος Πρόεδρος, καθώς βάσει της στρατηγικής που ξεδίπλωσε, κατά την διάρκεια της ομιλίας που πραγματοποίησε την Τρίτη, φαίνεται πως πρόκειται να εφαρμόσει ένα δόγμα που θέτει ως βασικό παράγοντα της εξωτερικής πολιτικής ένα ισχυρό και κυρίαρχο έθνος κράτος.
Από την άλλη, οι επικριτές της στρατηγικής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που διετύπωσε ο αμερικανός ηγέτης, μιλούν για οπισθοδρόμηση πολλών δεκαετιών πίσω. Στην ουσία όμως η στρατηγική που διετύπωσε ο Τραμπ δεν είναι τίποτα λιγότερο από εκείνη που διετύπωνε καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
Αυτό που θέλει είναι να αναδιαπραγματευτεί τις υπάρχουσες εμπορικές και αμυντικές συμφωνίες με τα υπόλοιπα κράτη, αλλά και να κάνει όλες τις ενέργειες προκειμένου να ισχυροποιήσει το κράτος για αυτό άλλωστε δομεί γύρω από αυτό την εξωτερική πολιτική.
Οι τέσσερις πυλώνες
Αποτέλεσμα πολύμηνων διαβουλεύσεων μεταξύ του προέδρου Τραμπ και κορυφαίων συμβούλων του, το εν λόγω ντοκουμέντο διαφοροποιείται από την προ διετίας τοποθέτηση του Μπαράκ Ομπάμα, απαλείφοντας την κλιματική αλλαγή από τους παράγοντες που απειλούν την αμερικανική ασφάλεια.
Η νέα στρατηγική διαπνέεται από την πολιτική φιλοσοφία Τραμπ που αποτυπώθηκε στο σύνθημά του «Πρώτα η Αμερική» και θέτει ως προτεραιότητες την προστασία των αμερικανικών συνόρων, την αναδόμηση του στρατού, την επιβεβαίωση της αμερικανικής ισχύος στο εξωτερικό και την προώθηση εμπορικών συμφωνιών περισσότερο εναρμονισμένων με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Οι πιο άμεσες απειλές για την αμερικανική ασφάλεια εντοπίζονται στη Βόρεια Κορέα, το Ιράν και εξτρεμιστικές, ισλαμικές οργανώσεις. Το σχέδιο του Τραμπ στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες:
1) Ένα μαζικό εξοπλιστικό πρόγραμμα για τις ένοπλες δυνάμεις. Το ερχόμενο έτος θα διατεθούν 700 δισ δολάρια για νέα όπλα και συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, καθώς όπως λέει ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος «μόνον με την ισχύ μπορεί να διατηρηθεί η ειρήνη».
2) Προστασία των ηπειρωτικών ΗΠΑ από τρομοκρατικές επιθέσεις με ενίσχυση των μεθοριακών ελέγχων, των μυστικών υπηρεσιών, των δυνατοτήτων παρακολούθησης και βελτίωση των συστημάτων για την απόκρουση κυβερνοεπιθέσεων. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται ήδη εν μέρει, όπως με το αντιμεταναστευτικό διάταγμα που απαγορεύει την είσοδο στις ΗΠΑ σε πολίτες μουσουλμανικών χωρών και της Βόρειας Κορέας.
3) Ενίσχυση της ευημερίας των Αμερικανών πολιτών με την ακύρωση ή την αναδιαπραγμάτευση υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών, π.χ. με τη Κίνα ή με τη σχεδιαζόμενη μείωση των φόρων. Σύμφωνα με τον Τραμπ μόνον αν είναι οικονομική ισχυρή η Αμερική θα διασφαλίσει τον ηγετικό της ρόλο στον πλανήτη.
4) Η Αμερική πρέπει να χρησιμοποιήσει την επιρροή της στον διπλωματικό τομέα και εκείνον της αναπτυξιακής βοήθειας για να διασφαλίσει τα οικονομικά της συμφέροντα σε άλλες χώρες, να διατηρήσει υπό έλεγχο τις ανταγωνίστριες δυνάμεις -Κίνα και Ρωσία- και να «προωθήσει την ειρήνη».
Η σχέση με Κίνα και Ρωσία
Ρωσία και Κίνα αντιπροσωπεύουν όχι εταίρους, αλλά στρατηγικούς ανταγωνιστές των Ηνωμένων Πολιτειών, απειλώντας να υπονομεύσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία. Αυτό είναι ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του «δόγματος Τραμπ» για την εθνική ασφάλεια.
Πιο συγκεκριμένα στο έγγραφο της εθνικής στρατηγικής των ΗΠΑ, αναφέρεται σε ασυνήθιστα έντονο τόνο ότι «η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να δημιουργήσουν έναν κόσμο που βρίσκεται σε αντίθεση με τις αξίες και τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών».
Η Κίνα κατηγορείται ότι θέλει να ωθήσει τις ΗΠΑ εκτός της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού και τη Ρωσία ότι επιχειρεί να αποκαταστήσει το καθεστώς της υπερδύναμης. Ακόμη, σημειώνεται ότι η Ρωσία παρεμβαίνει σε εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις χωρών παγκοσμίως, χωρίς όμως να κατηγορείται η Μόσχα για ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016.
Στο επίκεντρο η ενεργειακή στρατηγική
Στο έγγραφο που κυκλοφόρησε η Διοίκηση των ΗΠΑ ως προς την εθνική στρατηγική ασφαλείας, ο Αμερικανός Πρόεδρος φαίνεται ότι δίνει αρκετή σημασία στην ενεργειακή στρατηγική της Αμερικής, και συγκεκριμένα θέλει να εκμεταλλευτεί την πρόσφατα αποκτηθείσα ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας.
Συγκεκριμένα, ο Τραμπ αναφέρθηκε στην ενεργειακή στρατηγική ως πηγή ισχύος μέσα και έξω από την χώρα, προτείνοντας οι ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την ενεργειακή κυριαρχία τους για να ενισχυθεί η επιρροή της χώρας στο διεθνές σύστημα.
Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων της η Διοίκηση Τραμπ έχει αυξήσει τις εξαγωγές κάρβουνου, πετρελαίου και αναζήτησης φυσικού αερίου, αλλά το μεγαλύτερο μπαμ στα ενεργειακά έγινε κατά την διάρκεια της Διοίκησης Ομπάμα. Η παραγωγή πετρελαίου υπό την διοίκηση του Ομπάμα αυξήθηκε πάνω από 4 εκατομμύρια βαρέλια την μέρα, ενώ η παραγωγή του φυσικού αερίου αυξήθηκε ραγδαία στην Πενσυλβάνια, το Τέξας και την Οκλαχόμα.
Στο ναδίρ η εμπιστοσύνη των πολιτών
Την ίδια ώρα που ο Τραμπ ξετυλίγει το δόγμα του για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μία έρευνα του ινστιτούτου πολιτικών ερευνών Pew καταγράφει ιστορικό ναδίρ αναφορικά με την εμπιστοσύνη των Αμερικανών πολιτών στην κυβέρνησή τους.
Το ποσοστό των ερωτηθέντων που απαντά ότι εμπιστεύεται «σχεδόν πάντα» ή «τις περισσότερες φορές» την κυβέρνησή του φθάνει μόλις και μετά βίας το 18%. Η καθίζηση της εμπιστοσύνης στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της αμερικανικής πολιτικής ζωής από τη δεύτερη τετραετία του Τζορτζ Μπους του νεότερου (στον απόηχο του πολέμου στο Ιράκ) μέχρι σήμερα.
Τα νέα στοιχεία που έφερε η προεδρία Τραμπ ήταν η εντεινόμενη πόλωση μεταξύ των οπαδών των δύο μεγάλων κομμάτων και η εντυπωσιακή καθίζηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβερνητική διαχείριση τομέων όπως η υγεία, το περιβάλλον και η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Σε αυτούς τους τομείς, σημειώνεται μείωση της εμπιστοσύνης κατά 15 έως και 20 μονάδες σε σύγκριση με τη διακυβέρνηση Ομπάμα.