Γράφει ο Δημήτρης Σκιαδάς*
Όταν το Μάρτιο 2012 η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε, κατ’εφαρμογή του 2ου Μνημονίου, στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η οποία περιελάμβανε και ένα κούρεμα της τάξης του 50% του χρέους το οποίο διακρατούσαν μέσω ομολόγων ιδιώτες επενδυτές (γνωστό ως PSI– Private Sector Involvement), αρχικά όλοι εστίασαν απλώς στη δημοσιονομική συνέπεια της σημαντικής απομείωσης του χρέους. Μετά όμως έγινε αντιληπτό ότι ένα μεγάλο μέρος του χρέους που διαγράφηκε, είχε δημιουργηθεί μέσω– αναγκαστικού κατά κανόνα– δανεισμού, τον οποίο είχε διενεργήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το άρθρο15 παρ. 11 του Ν. 2469/1997, επενδύοντας τα αποθεματικά πολλών δημόσιων φορέων (Ασφαλιστικά Ταμεία, ΑΕΙ-ΤΕΙ, Επιμελητήρια, άλλα ΝΠΔΔ, κλπ) σχεδόν στο σύνολο τους σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου (ομόλογα ή/και έντοκα γραμμάτια) συναποτελώντας το λεγόμενο Κοινό Κεφάλαιο ΝΠΔΔ και Ασφαλιστικών Φορέων. Αυτό είχε γίνει χωρίς να υπάρχει– στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων– ενημέρωση εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος προς τους φορείς αυτούς.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας ήταν να μειωθούν τα αποθεματικά αυτών των φορέων σε πολύ σημαντικό βαθμό, αποστερώντας τους έτσι τη δυνατότητα να ανταποκριθούν ακόμη και σε βασικές λειτουργικές τους υποχρεώσεις.
Αρκετοί από τους φορείς αυτούς αναζήτησαν ευθύνες από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία υποστήριξε ότι ήταν υποχρεωμένη εκ του νόμου να προβεί σε αυτές τις «επενδύσεις». Η θέση αυτή προδήλως είχε ως σκοπό να αποτελέσει μια προσωρινή άμυνα μέχρι να βρεθεί «λύση» στο θέμα καθώς ήδη είχαν αρχίσει να τεκμηριώνονται σε νομικό επίπεδο ευθύνες (αστικές, ποινικές και διοικητικές) για την Τράπεζα και τα στελέχη της. Τελικά η «λύση» δόθηκε σε νομοθετικό επίπεδο με το άρθρο 3 παρ. 8 του ν. 4046/2012 όπου προβλέφθηκε η αποκλειστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να αποφασίζει τη συμμετοχή του Κοινού Κεφαλαίου σε προγράμματα για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, και η πλήρης απαλλαγή της Τράπεζας και των στελεχών της από κάθε ευθύνη, ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη, για τις σχετικές αποφάσεις τους.
Τέτοιες «έννομες αρπαγές», οι οποίες δεν συνεπάγονται καμία ευθύνη για τους αυτουργούς, πλήττουν την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, της ευνομούμενης πολιτείας. Προσιδιάζει άραγε μια τέτοια συμπεριφορά σε μια πολιτεία που θέλει να σέβεται τους θεσμούς, τους επενδυτές, τους πολίτες και αποζητά εμπιστοσύνη;;; Μάλλον στραβά αρμενίζουμε, δε στράβωσε ο γιαλός…
* Ο Δημήτρης Σκιαδάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ενώ έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας Εμπορίου στο Υπουργείο Ανάπτυξης.